- ελικτηρ
- ἑλικτήρ-ῆρος ὅ только pl. ушные кольца, серьги Lys., Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ελικτήρ — ἑλικτήρ, ο (Α) 1. οτιδήποτε ελικοειδές 2. βραχιόλι ή σκουλαρίκι … Dictionary of Greek
ἑλικτήρ — anything twisted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτῆρας — ἑλικτήρ anything twisted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτῆρες — ἑλικτήρ anything twisted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλικτήρ — εἱλικτήρ, ο (Α) βλ. ελικτήρ … Dictionary of Greek
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek